τσάντα σχολική

τσάντα σχολική
la cartera

Griechisch-Katalanisch Wörterbuch.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • σχολικός — ή, ό, Ν [σχολή] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο σχολείο και ειδικότερα στους μαθητές, ο μαθητικός (α. «σχολική τσάντα» β. «σχολική συγγυμνασία», Απολλ. Δύσκ.) νεοελλ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε ένα συγκεκριμένο σχολείο ή σε ένα μεγάλο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”